- σινολογικός
- -ή, -ό, Ν [σινολογία]σχετικός με την σινολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σινολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη οινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)